- γεννώμενοι
- γεννάωbegetpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] … Dictionary of Greek